βοτρυώδει

βοτρυώδει
βοτρυώδης
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
βοτρυώδης
masc/fem/neut dat sg
βοτρυώδεϊ , βοτρυώδης
dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”